- πυαιμία
- (Ιατρ.). Συνώνυμο της σηψαιμίας.
* * *η, Νιατρ. η παρουσία σε μεγάλο αριθμό πυογόνων παθογόνων μικρών οργανισμών στο αίμα και ο σχηματισμός μεταστατικών εστιών διαπυήσεως σε διάφορα όργανα τού σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyaemia / pyemia (< πύον + αίμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Δ. Καρέκλη].
Dictionary of Greek. 2013.